ἐπισπαστικά

ἐπισπαστικά
ἐπισπαστικός
drawing to oneself
neut nom/voc/acc pl
ἐπισπαστικά̱ , ἐπισπαστικός
drawing to oneself
fem nom/voc/acc dual
ἐπισπαστικά̱ , ἐπισπαστικός
drawing to oneself
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επισπαστικά — Φάρμακα τα οποία όταν τοποθετηθούν πάνω στο δέρμα προκαλούν τοπική υπεραιμία· η ένταση της δράσης τους ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της ουσίας που χρησιμοποιείται και τον τρόπο που τοποθετείται· έτσι, μπορεί να προκληθεί απλώς μία ερυθρότητα του… …   Dictionary of Greek

  • ἐπισπαστικάς — ἐπισπαστικά̱ς , ἐπισπαστικός drawing to oneself fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισπαστικός — ή, ό (Α ἐπισπαστικός, ή, όν) [επίσπαστος] αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «επισπαστικά φάρμακα» αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα… …   Dictionary of Greek

  • επισπαστικός — ή, ό 1. προσελκυστικός. 2. (ιατρ.), που προκαλεί επίσπαση (βλ. λ.): Επισπαστικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”